Greek Meaning of ruly

υπάκουος

Other Greek words related to υπάκουος

Definitions and Meaning of ruly in English

Wordnet

ruly (s)

neat and tidy

Webster

ruly (a.)

Orderly; easily restrained; -- opposed to unruly.

FAQs About the word ruly

υπάκουος

neat and tidyOrderly; easily restrained; -- opposed to unruly.

συγκαταβατικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,φιλικός,υπάκουος,συμβατός,Συμφωνούσα,συνεταιρισμός,σεβαστικός,υπάκουος

δύστροπος,αντίθετος,αυθάδης,προκλητικός,ανυπάκουος,δυσάρεστος,απείθαρχος,αδάμαστος,Θορυβώδης,επαναστατημένος

rullichies => Ρούλιχις, rulingly => κυρίαρχα, ruling class => Κυρίαρχη τάξη, ruling => κυρίαρχος, rules of order => εσωτερικός κανονισμός,