Greek Meaning of governable

Κυβερνήσιμος

Other Greek words related to Κυβερνήσιμος

Definitions and Meaning of governable in English

Wordnet

governable (s)

capable of being controlled

Webster

governable (a.)

Capable of being governed, or subjected to authority; controllable; manageable; obedient.

FAQs About the word governable

Κυβερνήσιμος

capable of being controlledCapable of being governed, or subjected to authority; controllable; manageable; obedient.

Επιδεκτικός,συμβατός,Συμφωνούσα,ελεγχόμενο,υπάκουος,διαχειρίσιμο,διαχειρίσιμος,υπάκουος,εξημερώνω,Διδάξιμος

πεισματάρης,πεισματάρης,δύστροπος,ανθεκτικό,πεισματάρης,ανεξέλεγκτο,αδιαχειρίστη,αμετάπειστος,Άγρια,κακός

governability => κυβερνησιμότητα, govern => κυβερνάω, gove => κυβέρνηση, gouverneur morris => Γκουβερνέρ Μόρις, gouty arthritis => Ποδάγρα,