Greek Meaning of handleable

διαχειρίσιμο

Other Greek words related to διαχειρίσιμο

Definitions and Meaning of handleable in English

Webster

handleable (a.)

Capable of being handled.

FAQs About the word handleable

διαχειρίσιμο

Capable of being handled.

Επιδεκτικός,συμβατός,Συμφωνούσα,ελεγχόμενο,υπάκουος,Κυβερνήσιμος,διαχειρίσιμος,υπάκουος,υποτακτικός,εξημερώνω

πεισματάρης,πεισματάρης,δύστροπος,ανθεκτικό,πεισματάρης,ανεξέλεγκτο,αδιαχειρίστη,αμετάπειστος,Άγρια,κακός

handle with kid gloves => Μεταχειρίζομαι με γάντια, handle => λαβή, handkerchief => μαντήλι, handkercher => μαντίλι, handiwork => Χειροτεχνία,