Greek Meaning of handling
χειρισμός
Other Greek words related to χειρισμός
- διοίκηση
- έλεγχος
- κατεύθυνση
- Διακυβέρνηση
- κυβέρνηση
- διαχείριση
- λειτουργία
- εποπτεία
- διαχείριση
- επίβλεψη
- φροντίδα
- χρέωση
- συμπεριφορά
- καθοδήγηση
- Ηγεσία
- προεδρία
- κανονισμός
- τρέξιμο
- εποπτεία
- Αιγίδα
- σύστημα
- επιμέλεια
- Μηχανική
- στρατηγικό αξίωμα
- επιτροπεία
- διοίκηση
- φύλαξη
- γύρος
- εφοδιασμός
- χειραγώγηση
- Προστασία
- Κυριαρχία
- φύλαξη
- επιθεώρηση
- εμπιστοσύνη
- κηδεμονία
- Νοσοκομειακό τμήμα
Nearest Words of handling
Definitions and Meaning of handling in English
handling (n)
manual (or mechanical) carrying or moving or delivering or working with something
the action of touching with the hands (or the skillful use of the hands) or by the use of mechanical means
the management of someone or something
handling (p. pr. & vb. n.)
of Handle
handling (n.)
A touching, controlling, managing, using, etc., with the hand or hands, or as with the hands. See Handle, v. t.
handling (v. t.)
The mode of using the pencil or brush, etc.; style of touch.
FAQs About the word handling
χειρισμός
manual (or mechanical) carrying or moving or delivering or working with something, the action of touching with the hands (or the skillful use of the hands) or b
διοίκηση,έλεγχος,κατεύθυνση,Διακυβέρνηση,κυβέρνηση,διαχείριση,λειτουργία,εποπτεία,διαχείριση,επίβλεψη
καταστροφή,αδέξιος,αδέξιος,χαλάω (πάνω),χάνοντας (πάνω),κακομεταχείριση,Μάφιν,κλώτσημα,Καταστροφή,απουσία
handline => Χειρογραμμή, handless => άνχειρος, handler => Χειριστής, handleless => άχειρος, handled => χειρίστηκε,