Greek Meaning of handled
χειρίστηκε
Other Greek words related to χειρίστηκε
- αντιμετωπίσαμε
- διαχειρίζεται
- χειραγωγημένος
- διαπραγματευμένος
- πήρε
- επεξεργασμένος
- ικανοποιημένος με/με κάτι
- ελεγχόμενος
- επί γηπέδου
- παλεύω (με)
- παραβιάστηκε
- ελιγμένος
- παίζεται
- έγνεψε
- συμφιλιώθηκε με
- μεταφέρεται
- διεξάγονται
- διέταξε
- αντιμετώπισε (με)
- Σκηνοθετημένο
- σχεδιασμένος
- εκλεπτυσμένος
- κατέβηκε
- καθοδηγούμενος
- είχε δύναμη πάνω σε
- έσπρωχναν
- μικροδιαχειριζόμενο
- τραβηγμένο
- τρέχω
- αντέδρασε σε
- ρυθμιζόμενο
- απάντησε (σε)
- τρέχω
- διέκοψε
Nearest Words of handled
Definitions and Meaning of handled in English
handled (a)
having a usually specified type of handle
handled (imp. & p. p.)
of Handle
FAQs About the word handled
χειρίστηκε
having a usually specified type of handleof Handle
αντιμετωπίσαμε,διαχειρίζεται,χειραγωγημένος,διαπραγματευμένος,πήρε,επεξεργασμένος,ικανοποιημένος με/με κάτι,ελεγχόμενος,επί γηπέδου,παλεύω (με)
εμπόδιο,μπερδεμένος,τσαπατσούλη,μπερδεμένη,κακομεταχειρισμένο,χαλασμένος,Χαμένη,τα χαλάω,χαλιά,πρόχειρα
handle-bars => Τιμόνι, handlebar => τιμόνι, handleable => διαχειρίσιμο, handle with kid gloves => Μεταχειρίζομαι με γάντια, handle => λαβή,