Greek Meaning of carried out
διεξάγονται
Other Greek words related to διεξάγονται
- επιτευχθείς
- επιτεύχθηκε
- μεταφέρεται
- έκανε
- Εκτελέστηκε
- εκπληρωμένη
- έκανε
- εκτέλεσε
- Αποσύρθηκε
- βάλει μέσα
- προκάλεσε
- αφοσιωμένος
- ολοκληρωμένο
- τελειωμένος
- ακολούθησε (με)
- εφαρμόστηκε
- διαπραγματευμένος
- τελεσθεί
- διωκόμενος
- πραγματοποιημένο
- πέρασε από
- δούλεψε σε
- πετυχαίνω με άριστα
- πραγματοποιημένος
- επιτεύχθηκε
- περιτριγυρισμένο
- εκτελεσμένο
- πραγματοποιηθεί
- τελείωσε
- ασχολείται με
- καρφωμένος
- ασκήθηκε
- εξασκηθείς
- επανακαθιερώθηκε
- Επαναλαμβανόμενος
- Τραύμα
Nearest Words of carried out
- carried the day => κέρδισε την ημέρα
- carried through => εκτελέστηκε
- carried weight => Μεταφερόμενο βάρος
- carries off => παίρνει
- carries on => συνεχίζει
- carries out => εκτελεί
- carrions => νεκροί
- carry a torch (for) => κρατώ έναν πυρσό (για)
- carry the day => Φέρνω την ημέρα
- carry the torch (for) => κρατώ τη δάδα (για)
Definitions and Meaning of carried out in English
carried out
to continue to an end or stopping point, to put into execution, to bring to a successful issue, to put into action or effect, takeout sense 1
FAQs About the word carried out
διεξάγονται
to continue to an end or stopping point, to put into execution, to bring to a successful issue, to put into action or effect, takeout sense 1
επιτευχθείς,επιτεύχθηκε,μεταφέρεται,έκανε,Εκτελέστηκε,εκπληρωμένη,έκανε,εκτέλεσε,Αποσύρθηκε,βάλει μέσα
απέτυχε,προσβάλλω,ασυνάρτητος,φειδωλός
carried on => συνέχισε, carried off => μεταφέρεται, carried away => παρέσυρα, carriageways => οδοί κυκλοφορίας, carriages => άμαξες,