Greek Meaning of carped (at)

επέκρινε

Other Greek words related to επέκρινε

Definitions and Meaning of carped (at) in English

carped (at)

No definition found for this word.

FAQs About the word carped (at)

επέκρινε

ανησυχεί,τσιμπολογώ,ενοχλημένος,παρενοχλητικός,δόλωμα,ενοχλημένο,υπό παρακολούθηση,βιασμένος,επίμονος,έριξε αυγά

προτεινόμενο,επαινέθηκε,επαινεμένος,επαίνεσε,χειροκρότησε.,κατασκευασμένος,επαινεμένος,διαφημιζόμενος,αποθεωμένος,εγκωμιάστηκαν

carp (at) => επικρίνω (κάποιον), carouses => γλεντάει, carousals => καρουζέλ, caroming => Καραμπόλα, caromed => καραμπόλας,