Greek Meaning of baited

δόλωμα

Other Greek words related to δόλωμα

Definitions and Meaning of baited in English

Webster

baited (imp. & p. p.)

of Bait

FAQs About the word baited

δόλωμα

of Bait

χλεύασε,ειρωνεύτηκε,πείραξε,ενοχλημένος,ενοχλημένο,Θολωμένος,ερεθισμένος,βελόνα,ταλαιπωρημένος,χλευασθεί

προειδοποίησε,προειδοποίησε,ειδοποιημένος,προειδοποιημένος,απωθημένος,οδήγησε (μακριά ή έφυγε),απορρίφθηκε,αποφεύχθηκε (από)

bait casting => Ρίξιμο με δόλωμα, bait and switch => δόλωμα και αλλαγή, bait => Δόλωμα, baisemains => φίλημα στο χέρι, baisakh => Μπαϊσάκ,