FAQs About the word warded (off)

αποφεύχθηκε (από)

to avoid being hit by (something)

εκτροπή,άντεξε,αντίθετο,αντιστάθηκε,απέκρουσε,άντεξε,απέκρουσε (σβήστηκε),πολέμησε,αποκρούω,περιφρονημένος

αγκαλιάστηκε,καλωσόρισε,χαιρέτησε

ward (off) => αποκρούω **(off), warbonnet => πολεμικό κάλυμμα κεφαλής, warbles => κελαηδάει, war (with) => πόλεμος (με), war (against) => πόλεμος (εναντίον),