Greek Meaning of wandering (into)

περιπλανώμενος (σε)

Other Greek words related to περιπλανώμενος (σε)

Definitions and Meaning of wandering (into) in English

wandering (into)

No definition found for this word.

FAQs About the word wandering (into)

περιπλανώμενος (σε)

πτώση,Ποπ,παραπλάνηση (σε),εισβάλλω (μέσα),εκρήγνυται (σε ή μέσα σε),εισβάλλοντας,Βαλσάροντας (σε),πρόσβαση,αεράκι (εισέρχεται),συντριβή

αναχωρούντος,αναχώρηση,έξοδος

wanderers => περιπλανώμενοι, wandered (into) => περιπλανήθηκε (σε), wander (into) => περιπλανιέμαι (σε), waltzing (in) => Βαλσάροντας (σε), waltzes => βαλς,