Greek Meaning of wangled

πιάστηκε

Other Greek words related to πιάστηκε

Definitions and Meaning of wangled in English

wangled

to resort to trickery or devious methods, to achieve or obtain by sly, tricky, or indirect methods, to adjust or manipulate for personal or fraudulent ends, to make or get by devious means

FAQs About the word wangled

πιάστηκε

to resort to trickery or devious methods, to achieve or obtain by sly, tricky, or indirect methods, to adjust or manipulate for personal or fraudulent ends, to

διατεταγμένος,σχεδιασμένος,διαπραγματευμένος,κατέληξε,προσχηματικός,εξασφάλισε,εκλεπτυσμένος,πλαισιωμένο,διαχειρίζεται,ελιγμένος

φυσώ,εμπόδιο,μπερδεμένος,σφαγμένος,τσαπατσούλη,παραμορφωμένος,κακομεταχειρισμένο,χαλασμένος,τραυλός,μπέρδεψε

wanes => φθίνει, wanders => περιπλανιέται, wandering (into) => περιπλανώμενος (σε), wanderers => περιπλανώμενοι, wandered (into) => περιπλανήθηκε (σε),