FAQs About the word blew

φυσώ

imp. of Blow., of Blow, of Blow

λαχάνιασε,λαχάνιαζε,πνιγμένος,σήκωσε,hove,Υπεραερίζεται,φουσκωμένος,ροχάλιζε,σφύριγμα,ασφυκτικός

συντηρημένο,συντηρημένο,προστατευμένο,αποθηκευμένο,εξοικονομήσει,αποθησαυρισμένο,στον πάγκο,τσιγκούνης,φειδωλός

bleu cheese dressing => Σος μπλε τυριού, bleu => μπλε, bletting => σάπισμα φρούτων, bletted => χαλασμένος*, *σάπιος, bletonism => Μπλετονισμός,