Greek Meaning of blew
φυσώ
Other Greek words related to φυσώ
Nearest Words of blew
Definitions and Meaning of blew in English
blew ()
imp. of Blow.
blew (imp.)
of Blow
of Blow
FAQs About the word blew
φυσώ
imp. of Blow., of Blow, of Blow
λαχάνιασε,λαχάνιαζε,πνιγμένος,σήκωσε,hove,Υπεραερίζεται,φουσκωμένος,ροχάλιζε,σφύριγμα,ασφυκτικός
συντηρημένο,συντηρημένο,προστατευμένο,αποθηκευμένο,εξοικονομήσει,αποθησαυρισμένο,στον πάγκο,τσιγκούνης,φειδωλός
bleu cheese dressing => Σος μπλε τυριού, bleu => μπλε, bletting => σάπισμα φρούτων, bletted => χαλασμένος*, *σάπιος, bletonism => Μπλετονισμός,