Greek Meaning of gasped
λαχάνιασε
Other Greek words related to λαχάνιασε
Nearest Words of gasped
Definitions and Meaning of gasped in English
gasped (imp. & p. p.)
of Gasp
FAQs About the word gasped
λαχάνιασε
of Gasp
ανέπνεε,προφορικός,μούγγρισε,ψιθύρισε,μουρμούρισε,φώναξε,Στάζει,ψιθυρισμένο,κελάηδησε,παρατεταμένο
άναρθρος,βουβός,ήσυχος,σιωπηλός,Μη εκφρασμένο,ανείπωτο,ανείπωτο,άφωνος,άηχος,Ανεπίφραστος
gaspar => Γκασπάρ, gasp => χάφτω, gasoscope => γκαζόμετρο, gasometry => Αέρια αίματος, gasometrical => κυβωμανομετρικός,