Greek Meaning of intoned

με μονότονη φωνή

Other Greek words related to με μονότονη φωνή

Definitions and Meaning of intoned in English

Wordnet

intoned (s)

uttered in a monotonous cadence or rhythm as in chanting

Webster

intoned (imp. & p. p.)

of Intone

FAQs About the word intoned

με μονότονη φωνή

uttered in a monotonous cadence or rhythm as in chantingof Intone

ανέπνεε,λαχάνιασε,προφορικός,μούγγρισε,ψιθύρισε,μουρμούρισε,φώναξε,Στάζει,ψιθυρισμένο,αρθρωτά

άναρθρος,βουβός,ήσυχος,σιωπηλός,Μη εκφρασμένο,ανείπωτο,ανείπωτο,άφωνος,άηχος,Ανεπίφραστος

intone => τονίζω, intonation pattern => Σύστημα τονισμού, intonation => τονισμός, intonating => εμπεδώνοντας, intonated => εντονισμένος,