Greek Meaning of muttered

μουρμούρισε

Other Greek words related to μουρμούρισε

Definitions and Meaning of muttered in English

Webster

muttered (imp. & p. p.)

of Mutter

FAQs About the word muttered

μουρμούρισε

of Mutter

ανέπνεε,λαχάνιασε,προφορικός,μούγγρισε,ψιθύρισε,φώναξε,Στάζει,ψιθυρισμένο,κελάηδησε,παρατεταμένο

άναρθρος,βουβός,ήσυχος,σιωπηλός,ανείπωτο,Μη εκφρασμένο,ανείπωτο,άφωνος,άηχος,Ανεπίφραστος

mutter => γκρινιάζω, mutt => Σκυλί διασταύρωσης, mutsuhito => Μουτσουχίτο, mutoscope => μηχανή με κινούμενες εικόνες, muton => αρνί,