Greek Meaning of breathed
ανέπνεε
Other Greek words related to ανέπνεε
Nearest Words of breathed
- breathe out => εκπνοή
- breathe in => εισπνέω
- breathe => αναπνέω
- breathalyzer => Οινοπνευματομετρητής
- breathalyze => Ανάλυση αλκοόλης εκπνεόμενου αέρα
- breathalyser => αλκοολόμετρο
- breathalyse => έλεγχος στάθμης αλκοόλ σε εκπνεόμενο αέρα
- breathableness => διαπνοή
- breathable => αναπνεύσιμος
- breath of fresh air => Μια ανάσα καθαρού αέρα
Definitions and Meaning of breathed in English
breathed (s)
uttered without voice
breathed (imp. & p. p.)
of Breathe
FAQs About the word breathed
ανέπνεε
uttered without voiceof Breathe
λαχάνιασε,προφορικός,μούγγρισε,ψιθύρισε,μουρμούρισε,φώναξε,Στάζει,ψιθυρισμένο,αρθρωτά,κελάηδησε
άναρθρος,βουβός,ήσυχος,σιωπηλός,Μη εκφρασμένο,ανείπωτο,ανείπωτο,άφωνος,άηχος,Ανεπίφραστος
breathe out => εκπνοή, breathe in => εισπνέω, breathe => αναπνέω, breathalyzer => Οινοπνευματομετρητής, breathalyze => Ανάλυση αλκοόλης εκπνεόμενου αέρα,