Greek Meaning of breath of fresh air

Μια ανάσα καθαρού αέρα

Other Greek words related to Μια ανάσα καθαρού αέρα

Definitions and Meaning of breath of fresh air in English

Wordnet

breath of fresh air (n)

a welcome relief

FAQs About the word breath of fresh air

Μια ανάσα καθαρού αέρα

a welcome relief

Σπάω,γαλήνη,παύση,ανάσα,διακοπή,διάλειμμα,ανάπαυση,αναστολή,παύση,διακοπή

συνέχεια,αντοχή,επιμονή,Πρόοδος,επέκταση,παράταση

breath => Αναπνοή, breastwork => προμαχώνας, breastsummer => Breastsummer, breaststroker => Προσθιοκωπητής, breaststroke => Κολύμβηση πρόσθιο,