Greek Meaning of surcease

ανακούφιση

Other Greek words related to ανακούφιση

Definitions and Meaning of surcease in English

Wordnet

surcease (n)

a stopping

FAQs About the word surcease

ανακούφιση

a stopping

παύση,τέλος,τέλος,σταματώ,σύλληψη,σταματάω,κοντά,κλείσιμο,Συμπέρασμα,διακοπή

Συνέχεια,συνέχεια,επέκταση,επιμονή,παράταση

surbase => Ζόκλος, sura => σουρά, sur => σε, επί, supremo => ύψιστος, supremely => εξαιρετικά,