Greek Meaning of surcease
ανακούφιση
Other Greek words related to ανακούφιση
- παύση
- τέλος
- τέλος
- σταματώ
- σύλληψη
- σταματάω
- κοντά
- κλείσιμο
- Συμπέρασμα
- διακοπή
- διακοπή
- διακοπή
- λήξη
- τέλος
- λάθος
- μετατόπιση
- διακοπή λειτουργίας
- διακοπή
- μένω
- σταματάω
- διακοπή
- λήξη
- αναστολή
- Δέσμευση
- Σπάω
- έλεγχος
- κλείσιμο
- διακοπή
- απόλυση
- ύφεση
- σφουγγίζω
- αναστολή πληρωμών
- παύση
- σταδιακή κατάργηση
- στασιμότητα
- ανάρτηση
Nearest Words of surcease
- surbase => Ζόκλος
- sura => σουρά
- sur => σε, επί
- supremo => ύψιστος
- supremely => εξαιρετικά
- supreme truth => Απόλυτη αλήθεια
- supreme headquarters allied powers europe => Ανώτατο Στρατηγείο Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης
- supreme headquarters => Γενικό Επιτελείο Στρατού
- supreme court of the united states => Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών
- supreme court => Άρειος Πάγος
Definitions and Meaning of surcease in English
surcease (n)
a stopping
FAQs About the word surcease
ανακούφιση
a stopping
παύση,τέλος,τέλος,σταματώ,σύλληψη,σταματάω,κοντά,κλείσιμο,Συμπέρασμα,διακοπή
Συνέχεια,συνέχεια,επέκταση,επιμονή,παράταση
surbase => Ζόκλος, sura => σουρά, sur => σε, επί, supremo => ύψιστος, supremely => εξαιρετικά,