Greek Meaning of stoppage
διακοπή
Other Greek words related to διακοπή
- παύση
- Συμπέρασμα
- τέλος
- τέλος
- σταματώ
- σύλληψη
- σταματάω
- κοντά
- κλείσιμο
- κλείσιμο
- διακοπή
- διακοπή
- διακοπή
- λήξη
- τέλος
- λάθος
- μετατόπιση
- διακοπή λειτουργίας
- διακοπή
- μένω
- σταματάω
- ανακούφιση
- λήξη
- αναστολή
- Δέσμευση
- Σπάω
- έλεγχος
- διακοπή
- απόλυση
- ύφεση
- σφουγγίζω
- αναστολή πληρωμών
- παύση
- σταδιακή κατάργηση
- στασιμότητα
- ανάρτηση
Nearest Words of stoppage
Definitions and Meaning of stoppage in English
stoppage (n)
the state of inactivity following an interruption
an obstruction in a pipe or tube
the act of stopping something
FAQs About the word stoppage
διακοπή
the state of inactivity following an interruption, an obstruction in a pipe or tube, the act of stopping something
παύση,Συμπέρασμα,τέλος,τέλος,σταματώ,σύλληψη,σταματάω,κοντά,κλείσιμο,κλείσιμο
Συνέχεια,συνέχεια,επέκταση,επιμονή,παράταση
stoppable => εμποδίσιμος, stop-over => Ενδιάμεσος σταθμός, stopover => Στάση, stop-loss order => Εντολή διακοπής ζημίας, stoplight => φανάρι,