Greek Meaning of stop up

βουλώνω

Other Greek words related to βουλώνω

Definitions and Meaning of stop up in English

Wordnet

stop up (v)

fill or close tightly with or as if with a plug

FAQs About the word stop up

βουλώνω

fill or close tightly with or as if with a plug

μπλοκ,Κολλήσει,εμποδίζω,φράζω (πάνω),πνίγω,απόφραξη,Θρόμβος,συσσωρεύω,φράγμα,συμπληρώνω

ανοίγω,σαφής,ανασκάπτω,δωρεάν,κούφιο (μέσα),σκαλίζω (έξω),ξεβιδώνω,άδειος,ανοίγω,ξεμπλοκάρω

stop press => Τελευταία νέα, stop payment => Αναστολή πληρωμής, stop over => Ενδιάμεσος σταθμός, stop order => εντολή διακοπής, stop number => Αριθμός στάσης,