Greek Meaning of stooping

καμπουριασμένος

Other Greek words related to καμπουριασμένος

Definitions and Meaning of stooping in English

Wordnet

stooping (s)

having the back and shoulders rounded; not erect

FAQs About the word stooping

καμπουριασμένος

having the back and shoulders rounded; not erect

καμπύλος,υπόκλιση,πτώση,κούνημα,θρηνούντα,κρεμαστός,αρνήθηκε,μειούμενη,αφεδρος,κρεμάμενος

όρθιος,άκαμπτος,άκαμπτος,κατακόρυφος,Υψηλός,άκαμπτος,άκαμπτος,ανυψωμένο,ανασηκωμένος

stooped => σκυφτός, stoop to => σκύβω προς, stoop => σκυφτός, stoolpigeon => Καταδότης, πληροφοριοδότης, σπιούνος, stoolie => σκαμνί,