FAQs About the word suspended

Αναστολή

(of undissolved particles in a fluid) supported or kept from sinking or falling by buoyancy and without apparent attachment

κρεμαστός,κρεμαστό,μενταγιόν,εξαρτημένος,μενταγιόν,κρεμάμενος,χαλαρούσε,κρεμαστός,χαλαρός,μαραμένος

πεζός,σε διαδικασία εκτέλεσης‎,Σε εξέλιξη

suspend => Αναστέλλω, suspected => ύποπτος, suspect => ύποπτος, suslik => Σούσλικ, susiana => Σουσιάνα,