Greek Meaning of susceptible

ευαίσθητος

Other Greek words related to ευαίσθητος

Definitions and Meaning of susceptible in English

Wordnet

susceptible (a)

(often followed by `of' or `to') yielding readily to or capable of

Wordnet

susceptible (s)

easily impressed emotionally

FAQs About the word susceptible

ευαίσθητος

(often followed by `of' or `to') yielding readily to or capable of, easily impressed emotionally

εκτεθειμένο,επιρρεπής,ευαίσθητος,ευάλωτος,απειλούμενο,υπό αμφισβήτηση,υπεύθυνος,(υπόκειται (σε)),Σε κίνδυνο,σε βαθιά νερά

καλυμμένος,άτρωτος,προστατευμένο,ακάλυπτος,ανεπίδεκτος,Φρουρούμενος,Αντίσταση,προβολής,ασφαλισμένος,προστατευμένος

susceptibility => ευαισθησία, susanna => Σουζάνα, susan sontag => Σούζαν Σόνταγκ, susan brownell anthony => Σούζαν Μπράουνελ Άντονι, susan b. anthony => Σούζαν Μπ. Άντονι,