Greek Meaning of endangered

απειλούμενο

Other Greek words related to απειλούμενο

Definitions and Meaning of endangered in English

Wordnet

endangered (s)

(of flora or fauna) in imminent danger of extinction

Webster

endangered (imp. & p. p.)

of Endanger

FAQs About the word endangered

απειλούμενο

(of flora or fauna) in imminent danger of extinctionof Endanger

εκτεθειμένο,ευαίσθητος,ευαίσθητος,ευάλωτος,υπό αμφισβήτηση,υπεύθυνος,επιρρεπής,(υπόκειται (σε)),Σε κίνδυνο,σε βαθιά νερά

καλυμμένος,άτρωτος,προστατευμένο,προστατευμένος,ακάλυπτος,Φρουρούμενος,Αντίσταση,προστατευμένο,προβολής,ασφαλισμένος

endanger => θέτει σε κίνδυνο, endamoebidae => Entamoebidae, endamoeba histolytica => Entamoeba histolytica, endamoeba => Entamoeba, endamnify => αποζημίωση,