Greek Meaning of warded
φρουρούμενος
Other Greek words related to φρουρούμενος
Nearest Words of warded
Definitions and Meaning of warded in English
warded (imp. & p. p.)
of Ward
FAQs About the word warded
φρουρούμενος
of Ward
καλυμμένος,Φρουρούμενος,προστατευμένο,προβολής,ασφαλισμένος,προστατευμένος,προστατευμένος,άτρωτος,προστατευμένο,ακάλυπτος
εκτεθειμένο,υπεύθυνος,πιθανός,ανοιχτό,επιρρεπής,ευαίσθητος,(υπόκειται (σε)),ευαίσθητος,ευάλωτος,απειλούμενο
wardcorps => Wardcorps, ward-corn => ζωοτροφές, ward off => αποκρούω, ward => Νοσοκομειακό τμήμα, warburg's tincture => Βάμμα Warburg,