Greek Meaning of exposed

εκτεθειμένο

Other Greek words related to εκτεθειμένο

Definitions and Meaning of exposed in English

Wordnet

exposed (s)

with no protection or shield

not covered with clothing

Webster

exposed (imp. & p. p.)

of Expose

FAQs About the word exposed

εκτεθειμένο

with no protection or shield, not covered with clothingof Expose

επιρρεπής,ευαίσθητος,ευαίσθητος,ευάλωτος,απειλούμενο,υπό αμφισβήτηση,υπεύθυνος,ανοιχτό,(υπόκειται (σε)),Σε κίνδυνο

καλυμμένος,άτρωτος,προστατευμένο,προστατευμένος,ακάλυπτος,Φρουρούμενος,Αντίσταση,προβολής,ασφαλισμένος,προστατευμένος

expose => εκθέτω, exposal => έκθεση, exporting => εξαγωγή, exporter => Εξαγωγέας, exported => εξαγόμενος,