Greek Meaning of exporting
εξαγωγή
Other Greek words related to εξαγωγή
- διανομή
- πώληση
- Συναλλαγές
- ανταλλαγή
- εμπορεύεται
- ανταλλαγή
- χειρισμός
- μάρκετινγκ
- εμπορευματοποίηση
- παρέχοντας
- λιανική
- παρέχοντας
- εμπορία (με)
- πωλητές
- χονδρική πώληση
- διαφημίσεις
- δημοπρασία
- διαφημιστικός
- παζάρεμα
- ενίσχυση
- φέροντας
- παζάρι
- παζάρι
- Παζάρια
- γεράκι
- Εμπορικά προϊόντα
- πλανόδιος πωλητής
- Συνδέοντας
- προπώληση
- προώθηση
- Βάζοντας
- Επαναληπτικό μάρκετινγκ
- κάλτσα
- διαφήμιση
Nearest Words of exporting
Definitions and Meaning of exporting in English
exporting (n)
the commercial activity of selling and shipping goods to a foreign country
exporting (p. pr. & vb. n.)
of Export
FAQs About the word exporting
εξαγωγή
the commercial activity of selling and shipping goods to a foreign countryof Export
διανομή,πώληση,Συναλλαγές,ανταλλαγή,εμπορεύεται,ανταλλαγή,χειρισμός,μάρκετινγκ,εμπορευματοποίηση,παρέχοντας
αγορά,Αγορά,λήψη,εισαγωγή
exporter => Εξαγωγέας, exported => εξαγόμενος, exportation => εξαγωγή, exportable => εξαγώγιμος, exportability => εξαγωγικότητα,