Greek Meaning of purchasing
Αγορά
Other Greek words related to Αγορά
Nearest Words of purchasing
- purchasing agent => υπάλληλος προμηθειών
- purchasing department => Τμήμα προμηθειών
- purdah => πουρδάχ
- pure => καθαρός
- pure absence => καθαρή απουσία
- pure binary numeration system => Καθαρό δυαδικό σύστημα αρίθμησης
- pure gold => Ατόφιο χρυσάφι
- pure imaginary number => Καθαρός φανταστικός αριθμός
- pure mathematics => αγνή μαθηματικά
- pure tone => Καθαρός τόνος
Definitions and Meaning of purchasing in English
purchasing (n)
the act of buying
FAQs About the word purchasing
Αγορά
the act of buying
αγορά,αποκτώντας,λήψη,Αποκτώντας,(διαπραγματευόμενος με),προσφορά,αντιμετώπιση,συναλλαγή (για),με αντάλλαγμα,χρηματοδότηση
εμπορεύεται,μάρκετινγκ,πώληση,εμπορευματοποίηση,Εμπορικά προϊόντα,λιανική,πωλητές
purchaser => αγοραστής, purchase price => Τιμή αγοράς, purchase order => Παραγγελία αγοράς, purchase contract => Σύμβαση αγοράς, purchase agreement => Σύμβαση αγοράς,