FAQs About the word springing (for)

ελατηριωτός (για)

to pay for (something)

πληρωμή,αποπληρωμή,πληρωμή,εξισορρόπηση,εκκαθάριση,εκφόρτωση,πέλμα,εκκαθάριση,συνάντηση,ανεβαίνοντας

αποποιούμενοι

springing => αναπήδησης, springily => ελαστικά, spring wagon => ελατηριωτό βαγόνι, spring (up) => ελατήριο, spring (for) => εαρινό (για),