FAQs About the word spritzing

ψεκάζοντας

to disperse or apply a spray, spray

ψεκασμός,ράντισμα,μερική συμμετοχή,λίπανση,εκτοξευόμενος,Πλύσιμο,πιτσίλισμα,απρόσεκτος,τσίμπημα,πιτσίλισμα

No antonyms found.

spritzed => ψέκασε, sprinting => σπριντ, sprinted => έτρεξε, sprinklings => ψεκάσματα, sprinkled => πασπαλισμένο,