FAQs About the word sprung (for)

πήδηξε

to pay for (something)

πληρωμένος,πληρωμένος,πληρωμένος,εγκαταστημένος,στάθηκε,Αντέ (επάνω),ισορροπημένος,ξεκαθαρισμένο,εκφορτισμένος,ποδομών

αποποιημένο

sprung => αναπηδήσαμε, sprucing (up) => ομορφαίνω (κάτι), sprucing => καλλωπισμός, spruces (up) => ελάτια (πάνω), spruced (up) => περιποιημένος (επίσημα),