FAQs About the word spurred

υποκινεί

wearing spurs, having one or more spurs

σκάβω,παρότρυνε,χτύπησε,σκούντησε,τρύπησε,προέτρεψε,ώθηθηκε,διάτρητος,μαχαιρωμένος,τρυπημένος

No antonyms found.

spurns => περιφρονεί, spurning => περιφρονώντας, spunkiness => Ντομπροσύνη, spunkily => γενναία, spun => γνεμένο,