Greek Meaning of stuck
κολλημένος
Other Greek words related to κολλημένος
Nearest Words of stuck
Definitions and Meaning of stuck in English
stuck (a)
caught or fixed
stuck (s)
baffled
FAQs About the word stuck
κολλημένος
caught or fixed, baffled
κατεψυγμένο,κολλημένος,μαρμελάδα,σφιχτός,αγκυροβολημένος,Επισυναπτόμενος,τσιμεντωμένος,σταθεροποιημένο,ενσωματωμένο,γρήγορος
αποσπασμένος,Ανασφαλής,χαλαρός,μετατοπίστηκε,απελευθερωμένος,χαλαρός,κινητός,κινητός,ανεξάρτητος,ελεύθερος
stucco => Στόκος, stubby => κοντόχοντρος, stubbs => Κότσια, stubbornness => Εμμονή, stubbornly => πεισματικά,