Greek Meaning of impacted

επηρεασμένο

Other Greek words related to επηρεασμένο

Definitions and Meaning of impacted in English

Wordnet

impacted (s)

wedged or packed in together

Webster

impacted (imp. & p. p.)

of Impact

Webster

impacted (a.)

Driven together or close.

FAQs About the word impacted

επηρεασμένο

wedged or packed in togetherof Impact, Driven together or close.

αγκυροβολημένος,Επισυναπτόμενος,δεμένος,σταθεροποιημένο,ενσωματωμένο,εδραιωμένος,ενσωματωμένο,εμφυτευμένο,οχυρωμένος,δεσμευμένος

αποσπασμένος,Ανασφαλής,χαλαρός,ανασφάλιστο,μετατοπίστηκε,απελευθερωμένος,χαλαρός,κινητός,κινητός,ανεξάρτητος

impact printer => Εκτυπωτής κρούσης, impact => επίδραση, impackment => καθαίρεση, impacable => αμείλικτος, imp => δαιμόνιο,