FAQs About the word immute

άνοσος

To change or alter.

No synonyms found.

No antonyms found.

immutation => εμβολιασμός, immutate => αμετάβλητος, immutably => αμετάβλητα, immutableness => αμεταβλητότητα, immutability => Αμεταβλητότητα,