Greek Meaning of immutableness
αμεταβλητότητα
Other Greek words related to αμεταβλητότητα
Nearest Words of immutableness
- immutability => Αμεταβλητότητα
- immusical => άμουσος
- immuring => Περίκλειστος
- immurement => εγκλεισμός
- immured => τειχισμένος
- immunotherapy => Ανοσοθεραπεία
- immunotherapeutic => ανοσοθεραπευτικός
- immunosuppressor => Ανοσοκατασταλτικό
- immunosuppressive drug => Ανοσοκατασταλτικό φάρμακο
- immunosuppressive => Ανοσοκατασταλτική
Definitions and Meaning of immutableness in English
immutableness (n)
the quality of being incapable of mutation
FAQs About the word immutableness
αμεταβλητότητα
the quality of being incapable of mutation
συνοχή,Ευστάθεια,Σταθερότητα,Αμεταβλητότητα,μεταβλητότητα,σταθερότητα,αμεταβλητότητα,αμεταβλητότητα,σταθερότητα,αντοχή
ιδιοτροπία,μεταβλητότητα,Μεταβλητότητα,μεταβλητότητα,ασυνέπεια,αστάθεια,Μεταβλητότητα,Απρόβλεπτοτητα,αστάθεια,μεταβλητότητα
immutability => Αμεταβλητότητα, immusical => άμουσος, immuring => Περίκλειστος, immurement => εγκλεισμός, immured => τειχισμένος,