FAQs About the word caducity

ασθενικότητα

Tendency to fall; the feebleness of old age; senility.

Αδυναμία,Δεύτερη παιδική ηλικία,Γηρατειά,γεροντική ηλικία,παραφροσύνη,παρακμή,ασθένεια,Γηρατειά,Γήρανση

No antonyms found.

caducibranchiate => Φυλλοβόλος, caduceus => Κηρύκειο, caducean => κηρύκειον , caducary => κηρύκειον, cadre => κάδρο,