Greek Meaning of evanescence
εφήμερο
Other Greek words related to εφήμερο
Nearest Words of evanescence
- evanescent => εφήμερος
- evanescently => Εφήμερα
- evanescing => παροδικός
- evangel => ευαγγελιστής
- evangelian => ευαγγελιστής
- evangelic => ευαγγελικός
- evangelical => ευαγγελικός
- evangelical and reformed church => Ευαγγελική και Αναμορφωμένη Εκκλησία
- evangelical united brethren church => Ευαγγελική Ενωμένη Εκκλησία των Αδελφών
- evangelicalism => ευαγγελισμός
Definitions and Meaning of evanescence in English
evanescence (n)
the event of fading and gradually vanishing from sight
evanescence (n.)
The act or state of vanishing away; disappearance; as, the evanescence of vapor, of a dream, of earthly plants or hopes.
FAQs About the word evanescence
εφήμερο
the event of fading and gradually vanishing from sightThe act or state of vanishing away; disappearance; as, the evanescence of vapor, of a dream, of earthly pl
εφήμεροτητα,εφήμερος,εφήμερη,εφήμερο,σύντομη,προσωρινότητα,εφήμερος,εφήμερος,εφήμερο,εφήμεροτητα
Συνέχεια,συνέχεια,αντοχή,μονιμότητα,Μακροζωία,μόνιμο
evanesced => εξαφανισμένο, evanesce => εξαφανίζω, evaluator => αξιολογητής, evaluative => αξιολογικός, evaluation => Αξιολόγηση,