Greek Meaning of evangelic

ευαγγελικός

Other Greek words related to ευαγγελικός

Definitions and Meaning of evangelic in English

Webster

evangelic (a.)

Belonging to, or contained in, the gospel; evangelical.

FAQs About the word evangelic

ευαγγελικός

Belonging to, or contained in, the gospel; evangelical.

αποστολικός,κληρικαλικός,υπουργικός,ιεραπόστολος,Ποιμενικός,κανονικός,εκκλησιαστικός,υπαλληλικός,διακονικός,περιοχής επίσκοπου

τοποθετώ,κοσμικός,κροταφικός,λαϊκός

evangelian => ευαγγελιστής, evangel => ευαγγελιστής, evanescing => παροδικός, evanescently => Εφήμερα, evanescent => εφήμερος,