Greek Meaning of evangelic
ευαγγελικός
Other Greek words related to ευαγγελικός
- αποστολικός
- κληρικαλικός
- υπουργικός
- ιεραπόστολος
- Ποιμενικός
- κανονικός
- εκκλησιαστικός
- υπαλληλικός
- διακονικός
- περιοχής επίσκοπου
- εκκλησιαστικός
- εκκλησιαστικός
- επισκοπικός
- παπικός
- πατριαρχικός
- Ποντιφικός
- ιερατικός
- θρησκευτικός
- ιερατικός
- ιεροτελεστικός
- μοναστηριακός
- θείος
- άγιος
- ζητιάνος
- μοναστικός
- ραβινικός
- ραββινικός
Nearest Words of evangelic
- evangelical => ευαγγελικός
- evangelical and reformed church => Ευαγγελική και Αναμορφωμένη Εκκλησία
- evangelical united brethren church => Ευαγγελική Ενωμένη Εκκλησία των Αδελφών
- evangelicalism => ευαγγελισμός
- evangelically => ευαγγελικά
- evangelicalness => ευαγγελικός
- evangelicism => ευαγγελισμός
- evangelicity => ευαγγελικότητα
- evangelise => ευαγγελίζω
- evangelism => ευαγγελισμός
Definitions and Meaning of evangelic in English
evangelic (a.)
Belonging to, or contained in, the gospel; evangelical.
FAQs About the word evangelic
ευαγγελικός
Belonging to, or contained in, the gospel; evangelical.
αποστολικός,κληρικαλικός,υπουργικός,ιεραπόστολος,Ποιμενικός,κανονικός,εκκλησιαστικός,υπαλληλικός,διακονικός,περιοχής επίσκοπου
τοποθετώ,κοσμικός,κροταφικός,λαϊκός
evangelian => ευαγγελιστής, evangel => ευαγγελιστής, evanescing => παροδικός, evanescently => Εφήμερα, evanescent => εφήμερος,