Greek Meaning of evangelicism
ευαγγελισμός
Other Greek words related to ευαγγελισμός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of evangelicism
- evangelicalness => ευαγγελικός
- evangelically => ευαγγελικά
- evangelicalism => ευαγγελισμός
- evangelical united brethren church => Ευαγγελική Ενωμένη Εκκλησία των Αδελφών
- evangelical and reformed church => Ευαγγελική και Αναμορφωμένη Εκκλησία
- evangelical => ευαγγελικός
- evangelic => ευαγγελικός
- evangelian => ευαγγελιστής
- evangel => ευαγγελιστής
- evanescing => παροδικός
Definitions and Meaning of evangelicism in English
evangelicism (n.)
Evangelical principles; evangelism.
FAQs About the word evangelicism
ευαγγελισμός
Evangelical principles; evangelism.
No synonyms found.
No antonyms found.
evangelicalness => ευαγγελικός, evangelically => ευαγγελικά, evangelicalism => ευαγγελισμός, evangelical united brethren church => Ευαγγελική Ενωμένη Εκκλησία των Αδελφών, evangelical and reformed church => Ευαγγελική και Αναμορφωμένη Εκκλησία,