Greek Meaning of evangelical and reformed church
Ευαγγελική και Αναμορφωμένη Εκκλησία
Other Greek words related to Ευαγγελική και Αναμορφωμένη Εκκλησία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of evangelical and reformed church
- evangelical united brethren church => Ευαγγελική Ενωμένη Εκκλησία των Αδελφών
- evangelicalism => ευαγγελισμός
- evangelically => ευαγγελικά
- evangelicalness => ευαγγελικός
- evangelicism => ευαγγελισμός
- evangelicity => ευαγγελικότητα
- evangelise => ευαγγελίζω
- evangelism => ευαγγελισμός
- evangelist => Ευαγγελιστής
- evangelista torricelli => Ευαγγελίστας Τοριτσέλι
Definitions and Meaning of evangelical and reformed church in English
evangelical and reformed church (n)
a Protestant denomination of Calvinist faith
FAQs About the word evangelical and reformed church
Ευαγγελική και Αναμορφωμένη Εκκλησία
a Protestant denomination of Calvinist faith
No synonyms found.
No antonyms found.
evangelical => ευαγγελικός, evangelic => ευαγγελικός, evangelian => ευαγγελιστής, evangel => ευαγγελιστής, evanescing => παροδικός,