Greek Meaning of ecclesiastical
εκκλησιαστικός
Other Greek words related to εκκλησιαστικός
- εκκλησιαστικός
- παπικός
- θρησκευτικός
- αποστολικός
- εκκλησιαστικός
- εκκλησιαστικός
- επισκοπικός
- ευαγγελικός
- ευαγγελικός
- υπουργικός
- ευλογημένος
- ευλογημένος
- κανονικός
- κληρικαλικός
- αφιερωμένος
- θείος
- ιερός
- άγιος
- Ποιμενικός
- πατριαρχικός
- Ποντιφικός
- ιερατικός
- ραβινικός
- ραββινικός
- ιερατικός
- ιεροτελεστικός
- ιερός
- ιερός
- ηγιασμένος
Nearest Words of ecclesiastical
- ecclesiastical attire => εκκλησιαστική ενδυμασία
- ecclesiastical benefice => Εκκλησιαστική παροχή
- ecclesiastical calendar => εκκλησιαστικό ημερολόγιο
- ecclesiastical law => Εκκλησιαστικό δίκαιο
- ecclesiastical mode => Εκκλησιαστικός τρόπος
- ecclesiastical province => Εκκλησιαστική επαρχία
- ecclesiastical robe => Εκκλησιαστική ενδυμασία
- ecclesiastically => εκκλησιαστικά
- ecclesiasticism => κληρικαλισμός
- ecclesiasticus => Ἰησοῦς Σειράχ
Definitions and Meaning of ecclesiastical in English
ecclesiastical (a)
of or associated with a church (especially a Christian Church)
ecclesiastical (a.)
Of or pertaining to the church; relating to the organization or government of the church; not secular; as, ecclesiastical affairs or history; ecclesiastical courts.
FAQs About the word ecclesiastical
εκκλησιαστικός
of or associated with a church (especially a Christian Church)Of or pertaining to the church; relating to the organization or government of the church; not secu
εκκλησιαστικός,παπικός,θρησκευτικός,αποστολικός,εκκλησιαστικός,εκκλησιαστικός,επισκοπικός,ευαγγελικός,ευαγγελικός,υπουργικός
τοποθετώ,κοσμικός,κροταφικός,μη εκκλησιαστικός,μη εκκλησιαστικός,βέβηλος,λαϊκός,μη θρησκευτικός,μη δογματικό
ecclesiastic => εκκλησιαστικός, ecclesiastes => Εκκλησιαστής, ecclesiast => Εκκλησιαστής, ecclesiarch => εκκλησιάρχης, ecclesial => εκκλησιαστικός,