FAQs About the word blest

ευλογημένος

highly favored or fortunate (as e.g. by divine grace)of Bless, Blessed.

θείος,ουράνιος,άγιος,αιώνιος,θεϊκός,ευσεβής,ιερός,υπερφυσικός,παντοδύναμος,παντοδύναμος

άνθρωπος,φυσικός,θνητός

blessing => ευλογία, blesser => προστάτης, blessedness => ευλογια, blessedly => ευλογημένος, blessed virgin => Παναγία,