Greek Meaning of supreme
Ανώτατος
Other Greek words related to Ανώτατος
- αρχηγός
- επιτακτικός
- ο σημαντικότερος
- υψηλός
- μόλυβδος
- κορυφαία
- πρωτεύον
- διευθυντής
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- κορυφαίο
- προεδρεύων
- πρώτο
- κεφάλι
- κύριος
- εξέχων
- Πρωθυπουργός
- πρώτος αριθμός
- υπεύθυνος
- ωροσκόπος
- Ελεγχόμενος
- σκηνοθεσία
- κυρίαρχος
- Μεγάλος
- υψηλού επιπέδου
- μεγάλος
- διαχείριση
- λειτουργός
- την εποπτεία
- Ανώτατος
- κυρίαρχος
- υπερισχύω
- Εν ενεργεία
- ο κυβερνών
- κυρίαρχος
- κυρίαρχος
- ανώτερος
- Εποπτικό
- κορυφαίος
- ύψιστος
- άνω
- ανώτατος
- κυρίαρχος
- εξέχων
Nearest Words of supreme
- suprematist => σουπρεματιστής
- suprematism => Υπρεματισμος
- supremacy => Ανωτερότητα
- supremacist => υπέρμαχος της υπεροχής
- supremacism => υπεροχή
- supratrochlear vein => Επάνω τροχιλική φλέβα
- suprasegmental => Υπερφώνημα
- suprarenalectomy => Επινεφρεκτομή
- suprarenal gland => Επινεφρίδιο
- supraorbital vein => Υπερόφρυος φλέβα
- supreme allied commander atlantic => Ανώτατος συμμαχικός διοικητής του Ατλαντικού
- supreme allied commander europe => Ανώτατος Συμμαχικός Διοικητής Ευρώπης
- supreme authority => ανώτατη εξουσία
- supreme being => ανώτατη ύπαρξη
- supreme court => Άρειος Πάγος
- supreme court of the united states => Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών
- supreme headquarters => Γενικό Επιτελείο Στρατού
- supreme headquarters allied powers europe => Ανώτατο Στρατηγείο Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης
- supreme truth => Απόλυτη αλήθεια
- supremely => εξαιρετικά
Definitions and Meaning of supreme in English
supreme (s)
final or last in your life or progress
greatest in status or authority or power
highest in excellence or achievement
greatest or maximal in degree; extreme
FAQs About the word supreme
Ανώτατος
final or last in your life or progress, greatest in status or authority or power, highest in excellence or achievement, greatest or maximal in degree; extreme
αρχηγός,επιτακτικός,ο σημαντικότερος,υψηλός,μόλυβδος,κορυφαία,πρωτεύον,διευθυντής,ηλικιωμένος, -η, -ο,κορυφαίο
βοηθητικός,δευτερόλεπτο,κατώτερος,τελευταίο,λιγότερο,λιγότερο,Χαμηλότερος,ταπεινός,δευτερεύων,υφιστάμενος
suprematist => σουπρεματιστής, suprematism => Υπρεματισμος, supremacy => Ανωτερότητα, supremacist => υπέρμαχος της υπεροχής, supremacism => υπεροχή,