Greek Meaning of officiating
λειτουργός
Other Greek words related to λειτουργός
- Ελεγχόμενος
- σκηνοθεσία
- υψηλού επιπέδου
- διαχείριση
- την εποπτεία
- ο κυβερνών
- κυρίαρχος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- Εποπτικό
- προεδρεύων
- αρχηγός
- πρώτο
- κεφάλι
- μόλυβδος
- κορυφαία
- κύριος
- μεγάλος
- Ανώτατος
- κυρίαρχος
- διευθυντής
- Εν ενεργεία
- κυρίαρχος
- Ανώτατος
- ωροσκόπος
- επιτακτικός
- κυρίαρχος
- ο σημαντικότερος
- υψηλός
- υπερισχύω
- Πρωθυπουργός
- πρωτεύον
- πρώτος αριθμός
- ανώτερος
- κορυφαίο
- κορυφαίος
- άνω
- ανώτατος
- κυρίαρχος
- εξέχων
Nearest Words of officiating
Definitions and Meaning of officiating in English
officiating (n)
the act of umpiring
officiating (p. pr. & vb. n.)
of Officiate
FAQs About the word officiating
λειτουργός
the act of umpiringof Officiate
Ελεγχόμενος,σκηνοθεσία,υψηλού επιπέδου,διαχείριση,την εποπτεία,ο κυβερνών,κυρίαρχος,ηλικιωμένος, -η, -ο,Εποπτικό,προεδρεύων
βοηθητικός,βοηθός,δευτερόλεπτο,κατώτερος,τελευταίο,λιγότερο,λιγότερο,Χαμηλότερος,ταπεινός,δευτερεύων
officiated => ιερουργούσε, officiate => επισημοποιώ, officiary => Υπάλληλος, officiant => ιερέας, officialty => επίσημο,