FAQs About the word officiary

Υπάλληλος

Of or pertaining to an office or an officer; official.

δημόσιος υπάλληλος,υπάλληλος,αξιωματούχος,επίσημος,Δημόσιος υπάλληλος,Γραφειοκράτης,υπάλληλος,Υπάλληλος,μανδαρίνι,εργαζόμενος

No antonyms found.

officiant => ιερέας, officialty => επίσημο, officially => επίσημα, officialize => επίσημοποιώ, officialism => Επίσημος,