Greek Meaning of bureaucrat

Γραφειοκράτης

Other Greek words related to Γραφειοκράτης

Definitions and Meaning of bureaucrat in English

Wordnet

bureaucrat (n)

an official of a bureaucracy

Webster

bureaucrat (n.)

An official of a bureau; esp. an official confirmed in a narrow and arbitrary routine.

FAQs About the word bureaucrat

Γραφειοκράτης

an official of a bureaucracyAn official of a bureau; esp. an official confirmed in a narrow and arbitrary routine.

υπάλληλος,υπάλληλος,Υπάλληλος,επίσημος,εργαζόμενος,δημόσιος υπάλληλος,εργαζόμενος,μανδαρίνι,αξιωματούχος,Δημόσιος υπάλληλος

No antonyms found.

bureaucracy => Γραφειοκρατία, bureau of the census => Γραφείο Απογραφής των Ηνωμένων Πολιτειών, bureau of justice statistics => Γραφείο Στατιστικών Δικαιοσύνης, bureau of justice assistance => Γραφείο Δικαστικής Συνδρομής, bureau of intelligence and research => Γραφείο Πληροφοριών και Έρευνας,