Greek Meaning of public servant
Δημόσιος υπάλληλος
Other Greek words related to Δημόσιος υπάλληλος
Nearest Words of public servant
- public security => Δημόσια ασφάλεια
- public school => Δημόσιο σχολείο
- public relations person => Υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων
- public relations man => Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων
- public relations => δημόσιες σχέσεις
- public prosecutor => εισαγγελέας
- public property => Δημόσια περιουσία
- public press => δημόσιος τύπος
- public presentation => Δημόσια παρουσίαση
- public opinion poll => Δημοσκόπηση
- public service => δημόσια υπηρεσία
- public speaker => Δημόσιος ομιλητής
- public speaking => Δημόσια ομιλία
- public square => Πλατεία
- public toilet => Δημόσια τουαλέτα
- public transit => δημόσιες συγκοινωνίες
- public transport => Μέσα μαζικής μεταφοράς
- public treasury => Δημόσιο ταμείο
- public trust => δημόσιοι εμπιστοσύνη
- public utility => Δημόσια Υπηρεσία Κοινής Ωφέλειας
Definitions and Meaning of public servant in English
public servant (n)
someone who holds a government position (either by election or appointment)
FAQs About the word public servant
Δημόσιος υπάλληλος
someone who holds a government position (either by election or appointment)
διαχειριστής,αξιωματούχος,επίσημος,επίτροπος,σκηνοθέτης,εκτελεστικός,Υπάλληλος,διευθυντής,αξιωματούχος,επόπτης
No antonyms found.
public security => Δημόσια ασφάλεια, public school => Δημόσιο σχολείο, public relations person => Υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, public relations man => Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων, public relations => δημόσιες σχέσεις,