Greek Meaning of public servant

Δημόσιος υπάλληλος

Other Greek words related to Δημόσιος υπάλληλος

Definitions and Meaning of public servant in English

Wordnet

public servant (n)

someone who holds a government position (either by election or appointment)

FAQs About the word public servant

Δημόσιος υπάλληλος

someone who holds a government position (either by election or appointment)

διαχειριστής,αξιωματούχος,επίσημος,επίτροπος,σκηνοθέτης,εκτελεστικός,Υπάλληλος,διευθυντής,αξιωματούχος,επόπτης

No antonyms found.

public security => Δημόσια ασφάλεια, public school => Δημόσιο σχολείο, public relations person => Υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων, public relations man => Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων, public relations => δημόσιες σχέσεις,