Greek Meaning of commissioner
επίτροπος
Other Greek words related to επίτροπος
Nearest Words of commissioner
- commissioned officer => Απόφοιτος Σχολής Ευελπίδων
- commissioned naval officer => Εντολοδόχος αξιωματικός του ναυτικού
- commissioned military officer => Εντεταλμένος στρατιωτικός αξιωματικός
- commissioned => ανατεθεί
- commissionaire => θυρωρός
- commission plan => Σχέδιο προμήθειας
- commission on the status of women => Επιτροπή για τη Θέση των Γυναικών
- commission on narcotic drugs => Επιτροπή Ναρκωτικών
- commission on human rights => Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
- commissary => κυλικείο
- commissioning => θέση σε λειτουργία
- commissure => συνάφεια
- commit => δεσμεύω
- commit suicide => Αυτοκτονία
- commitment => δέσμευση
- committal => δέσμευση
- committal service => Υπηρεσία δέσμευσης
- committal to memory => Δέσμευση στη μνήμη
- committal to writing => δέσμευση για συγγραφή
- committed => αφοσιωμένος
Definitions and Meaning of commissioner in English
commissioner (n)
a government administrator
a member of a commission
FAQs About the word commissioner
επίτροπος
a government administrator, a member of a commission
διαχειριστής,Γραφειοκράτης,πρόεδρος,σκηνοθέτης,εκτελεστικός,διευθυντής,αξιωματούχος,ρυθμισтель,επόπτης,Επόπτης
No antonyms found.
commissioned officer => Απόφοιτος Σχολής Ευελπίδων, commissioned naval officer => Εντολοδόχος αξιωματικός του ναυτικού, commissioned military officer => Εντεταλμένος στρατιωτικός αξιωματικός, commissioned => ανατεθεί, commissionaire => θυρωρός,