Greek Meaning of commissary
κυλικείο
Other Greek words related to κυλικείο
- πράκτορας
- Δικηγόρος
- αντιπρόσωπος
- αναπληρωτής
- διευθυντής
- υπουργός
- αντιπρόσωπος
- Πρέσβης
- εκδοχέας
- διπλωμάτης
- Διανομέας
- απεσταλμένος
- παράγοντας
- εισαγγελέας
- πληρεξούσιος
- εκπρόσωπος
- αντικατάσταση
- εκπρόσωπος τύπου
- εκπρόσωπος τύπου
- αντικαταστάτης
- εναλλασσόμενος
- διαιτητής
- Διαιτητής
- αντίγραφο ασφαλείας
- μεσίτης
- διπλωμάτης
- απεσταλμένος
- υπουργός Εξωτερικών
- Πληροφοριοδότης
- μεσάζων
- μεσάζοντας
- Λεγάτος
- Σύνδεσμος
- μεσολαβητής
- μεσάζοντας
- λειτουργικός
- Αναπληρωματικός παίκτης
- πληρεξούσιος
- Πρώτος
- ανάγλυφο<br>
- ομιλητής
- κατάσκοπος
- Αντικαταστάτης
- υπότιτλος
- παρένθετη μητέρα
- αναπληρωματικός
Nearest Words of commissary
- commissariat => επιτροπή
- commissar => κομισάριος
- commissaire maigret => Επιθεωρητής Μεγκρέ
- commiserative => συμπονετικός
- commiseration => συμπαράσταση
- commiserate => συμπονώ
- commiphora myrrha => Σμύρνα
- commiphora meccanensis => Κομμύφορα του Μέκκα
- commiphora => Κομιφόρα
- comminuted fracture => Σύνθλιψη κατάγματος
- commission on human rights => Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
- commission on narcotic drugs => Επιτροπή Ναρκωτικών
- commission on the status of women => Επιτροπή για τη Θέση των Γυναικών
- commission plan => Σχέδιο προμήθειας
- commissionaire => θυρωρός
- commissioned => ανατεθεί
- commissioned military officer => Εντεταλμένος στρατιωτικός αξιωματικός
- commissioned naval officer => Εντολοδόχος αξιωματικός του ναυτικού
- commissioned officer => Απόφοιτος Σχολής Ευελπίδων
- commissioner => επίτροπος
Definitions and Meaning of commissary in English
commissary (n)
a retail store that sells equipment and provisions (usually to military personnel)
a snack bar in a film studio
FAQs About the word commissary
κυλικείο
a retail store that sells equipment and provisions (usually to military personnel), a snack bar in a film studio
πράκτορας,Δικηγόρος,αντιπρόσωπος,αναπληρωτής,διευθυντής,υπουργός,αντιπρόσωπος,Πρέσβης,εκδοχέας,διπλωμάτης
No antonyms found.
commissariat => επιτροπή, commissar => κομισάριος, commissaire maigret => Επιθεωρητής Μεγκρέ, commiserative => συμπονετικός, commiseration => συμπαράσταση,